- τέμνουσα
- η мат. секанс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τέμνουσα — Η ευθεία, που συναντά την περιφέρεια σε δύο σημεία πραγματικά και διαφορετικά. Μία ευθεία ως προς μία περιφέρεια ονομάζεται τ., εφαπτομένη ή εξωτερική, αν η απόστασή της από το κέντρο της περιφέρειας είναι αντίστοιχα μικρότερη, ίση ή μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
τέμνουσα — η (ενν. γραμμή), ένας από τους έξι τριγωνομετρικούς αριθμούς μιας γωνίας, το αντίστροφο του συνημιτόνου της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέμνουσα — τέμνω cut pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμνούσας — τεμνούσᾱς , τέμνω cut pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τεμνούσᾱς , τέμνω cut pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνουσ' — τέμνουσα , τέμνω cut pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) τέμνουσι , τέμνω cut pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τέμνουσι , τέμνω cut pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) τέμνουσαι , τέμνω cut pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
διατέμνω — (AM διατέμνω) διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη νεοελλ. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα η τέμνουσα* αρχ. 1. κατακόπτω 2. ανοίγω δίοδο 3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
συμπτωτός — ή, όν, Α [συμπίπτω] 1. αυτός που εύκολα πέφτει, ετοιμόρροπος 2. (για καμπύλη) τέμνουσα … Dictionary of Greek
συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία … Dictionary of Greek